σύγκοιτις

σύγκοιτις
-οίτιδος, ἡ, Α
(ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύγκοιτος — ον, και ανώμαλος τ. θηλ. σύγκοιτις, ιδος, και ως ουσ. σύγκοιτος, ό, και ἡ, Α 1. αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, σύνευνος 2. (το ουδ.) σύγκοιτον αυτό που ανήκει ή αναφέρεται ή και αρμόζει στη σαρκική μίξη («σύγκοιτα δὲ φίλτρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”